Στις 18 Ιουνίου 2024 ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Βασίλης Κικίλιας, σε συνέντευξή του διαφήμιζε τα «νέα, υπερσύγχρονα drones που θα πετούν μέρα-νύχτα στους ορεινούς όγκους της Αττικής για τον εντοπισμό πυρκαγιών αλλά και εμπρηστών».
Στις 4 Ιουλίου 2023 το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης διαφήμισε πως είμαστε δήθεν «η πρώτη χώρα που θα διαθέτει εθνικό δορυφορικό σύστημα εντοπισμού φωτιάς». Παρολα αυτα, καταλήξαμε η μεγα-πυρκαγιά της Αττικής να απειλείσει το ίδιο το Εθνικό Αστεροσκοπείο στην Πεντέλη που παρακολουθεί τις φωτιές.
H κυβέρνηση θεωρητικά διαθέτει τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό των τελευταίων χρόνων για δασοπυροπροστασία, τα περισσότερα εναέρια μέσα και έναν πακτωλό χρημάτων από το Ταμείο Ανάκαμψης που θα μπορούσε να διαχειριστεί για θέματα προστασίας του περιβάλλοντος. Κι όμως μέσα σε 5 χρόνια έχει καεί τέσσερις φορές η Αττική, ενώ τα τελευταία 8 χρόνια (2016-2024), όπως διαφαίνεται από την έκταση της καταστροφικής πυρκαγιάς που ξέσπασε στον Βαρνάβα και μέσα σε λιγότερο από μία μέρα έφτασε μέχρι το Χαλάνδρι, πλέον στην Αττική το 30% της συνολικής της επιφάνειας θα έχει καταστραφεί από δασικές πυρκαγιές.
Οι συνέπειες των συσσωρευμένων καταστροφών κάθε χρονιά στην πολυπληθέστερη περιφέρεια της χώρας θα είναι μακροχρόνιες, αλλά υπολογίσιμες. Οι συχνές πυρκαγιές καταστρέφουν τη φυσική φυτοκάλυψη εκθέτοντας έτσι την επιφάνεια του εδάφους στις δυνατές φθινοπωρινές βροχές με αποτέλεσμα, όπως εξηγούν οι επιστήμονες, τη μείωση της υδατοσυγκράτησης και τον εκμηδενισμό της παραγωγικής του ικανότητας.
Επαναλαμβανόμενες πυρκαγιές ανά μικρά χρονικά διαστήματα -μικρότερα των 10 χρόνων, ακριβώς δηλαδή αυτό που συμβαίνει ειδικά στην Αττική- προκαλούν εκτεταμένη διάβρωση του εδάφους και τελικά ερημοποίηση της περιοχής. Ο ατέρμων κύκλος έχει τέσσερις φάσεις και μία σταθερά: κλιματική αλλαγή - περισσότερες δασικές πυρκαγιές - διάβρωση του εδάφους - ερημοποίηση (χλωρίδα και πανίδα). Και η σταθερά; Η διαχρονική αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να αντιληφθεί πως το ίδιο το μοντέλο της δασοπυρόσβεσης είναι λανθασμένο
Οπως Ντουμπάι;
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας θεωρεί ότι η ελάχιστη αναλογία πρασίνου στις πόλεις ανά κάτοικο δεν μπορεί να είναι κάτω από τα 9 τετραγωνικά μέτρα. Κανένας δήμος του λεκανοπεδίου της Αθήνας δεν πλησιάζει την ιδανική αυτή αναλογία ούτε καν στο μισό και μόνο 9 από τους 40 δήμους έχουν μεγαλύτερη αναλογία πρασίνου από την ελάχιστη προτεινόμενη. Επίσης 4 δήμοι δεν υπερβαίνουν ούτε το 1 τετραγωνικό πρασίνου ανά κάτοικο (Κορυδαλλός, Νέα Σμύρνη, Βριλήσσια, Βύρωνας).
Μέχρι να αναλάβει η Ν.Δ. τη διακυβέρνηση της χώρας το ποσοστό πρασίνου που αναλογούσε σε κάθε κάτοικο της Αττικής δεν ξεπερνούσε τα 2,9 τ.μ. ανά κάτοικο, ποσοστό ήδη εξαιρετικά χαμηλό. Από το 2019 μέχρι σήμερα έχουν συμβεί 4 εξαιρετικά καταστροφικές σειρές πυρκαγιών, μία σχεδόν κάθε χρόνο: το 2021 οι πυρκαγιές στα Γεράνεια Ορη, στη Βαρυμπόμπη, στην Κερατέα και στα Βίλια έκαψαν 258.700 στρέμματα, το 2022 οι φωτιές σε Γλυφάδα και Πεντέλη 32.600 στρέμματα και το 2023 στα Δερβενοχώρια και στον Κουβαρά κάηκαν 156.100 στρέμματα.
Προφανώς είναι αδύνατο ακόμα να γίνει υπολογισμός των φετινών καμένων εκτάσεων στη βορειοανατολική Αττική, ωστόσο οι εκτιμήσεις αναφέρουν πως θα ξεπεραστούν με βεβαιότητα κατά πολύ τα 100.000 στρέμματα. Η φετινή πυρκαγιά θυμίζει σε πολλά χαρακτηριστικά εκείνη του 2009 στο Γραμματικό. Είχε ξεκινήσει από το Σέσι Γραμματικού και μέσα σε 3 μέρες κατέστρεψε πάνω από 210.000 στρέμματα δασικής έκτασης, κυρίως πευκοδάσους. Επεκτάθηκε μέχρι τον Βαρνάβα, τον Μαραθώνα, το Πικέρμι, την Παλλήνη, καίγοντας ολοσχερώς το τμήμα της Πεντέλης στην περιοχή του Διονύσου.
Στην Περιφέρεια Αττικής ζει τουλάχιστον το 40-45% του πληθυσμού της χώρας. Η συνολική επιφάνεια της Περιφέρειας Αττικής (χωρίς την περιοχή της Τροιζηνίας, των νησιών και του Λεκανοπεδίου) είναι 2.500.000 στρέμματα. Σύμφωνα με στοιχεία του Meteo, μέχρι το 2023 είχε καεί το 25% της συνολικής επιφάνειας από δασικές πυρκαγιές. Στην Περιφέρεια Αττικής η επιφάνεια των δασικών εκτάσεων είναι περίπου 1.230.000 στρέμματα και τα τελευταία 7 χρόνια έχουν καεί 405.000 στρέμματα δάσους, δηλαδή το 33% της επιφάνειας των δασών. Αν σε αυτά προστεθεί η εφιαλτική φετινή πυρκαγιά, είναι δεδομένο πως πάνω από το 40% των δασών της Αττικής θα έχει γίνει στάχτες χωρίς να έχει προλάβει να γίνει η φυσική αναδόμηση. Το ποσοστό του πρασίνου ανά κάτοικο της Αττικής θα πέσει πολύ πιο χαμηλά από το 2,9 τ.μ. ανά κάτοικο.
Στην Αθήνα η κατάσταση θα γίνει ακόμα πιο εφιαλτική από την καταστροφή μέρους του βορειοανατολικού πνεύμονά της. Η πόλη κατατάσσεται σε μία από τις χαμηλότερες θέσεις παγκοσμίως αναφορικά με τους χώρους πρασίνου που αντιστοιχούν σε κάθε πολίτη. Με μόλις 0,96 τετραγωνικά μέτρα πρασίνου ανά κάτοικο η Αθήνα έχει χειρότερη αναλογία πρασίνου ακόμη κι από πόλεις που βρίσκονται κυριολεκτικά μέσα στην έρημο ή πάσχουν από υπερβολική τσιμεντοποίηση, όπως η Τιχουάνα του Μεξικού, το Λας Βέγκας των ΗΠΑ, η Βενετία στην Ιταλία, η Τσανγκγουόν στη Νότια Κορέα και το Ντουμπάι.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις των επιστημόνων, ο αριθμός των ημερών στις οποίες η θερμοκρασία υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τους 35 βαθμούς Κελσίου θα αυξηθεί στην Αττική περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή στη χώρα τα επόμενα χρόνια. Η Αττική αναμένεται να έχει περίπου 15 περισσότερες ημέρες πολύ υψηλών θερμοκρασιών το διάστημα 2021-2050 σε σχέση με το διάστημα 1971-1990.
Εκτός άλλων οικονομικών παραγόντων, οι συσσωρευμένες καταστροφικές πυρκαγιές στην Αττική θα επηρεάσουν άμεσα τον δείκτη δυσφορίας των κατοίκων, ο οποίος προκύπτει από τον συνδυασμό της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος και της σχετικής υγρασίας και εκφράζει την πραγματική αίσθηση της ζέστης. Μέχρι το 2019 (βλ. διπλωματική εργασία Γ. Μπάλλας, «Ποιότητα ζωής στο Λεκανοπέδιο της Αθήνας υπό το πρίσμα της βιώσιμης ανάπτυξης», 2022) τα στοιχεία έδειχναν πως σχεδόν τις μισές μέρες του χρόνου οι κάτοικοι του Λεκανοπεδίου αισθάνονταν έντονη δυσφορία.
Στη χειρότερη κατάσταση ως προς τον δείκτη δυσφορίας κατατάσσονταν οι δήμοι της Νέας Σμύρνης (μόνο 158 μέρες χωρίς αίσθηση δυσφορίας), Νέας Φιλαδέλφειας-Νέας Χαλκηδόνας (153), Νέας Ιωνίας (155), Μεταμόρφωσης (158), ενώ τότε η σχετικά καλύτερη εικόνα καταγραφόταν στους Δήμους Βριλησσίων (182) και Πεντέλης (187), που ήταν ο μόνος δήμος στον οποίο δεν καταγραφόταν αίσθηση δυσφορίας περισσότερες από τις μισές ημέρες του χρόνου. Η φετινή πυρκαγιά είναι βέβαιο πως θα αλλάξει δραματικά τα δεδομένα, ειδικά στα βορειοανατολικά προάστια της Αττικής.
Τα παραδείγματα των συνεχών πυρκαγιών στο Λεκανοπέδιο με περιοχές που καίγονται δύο και τρεις φορές, όπως η Πεντέλη, δημιουργεί πολλαπλά προβλήματα στη διαδικασία της αποκατάστασης, καθώς αφενός αυξάνεται σε μεγάλο βαθμό το οικολογικό αποτύπωμα, αφετέρου οι περιοχές αυτές είναι πιο επιρρεπείς σε πλημμυρικά φαινόμενα, επισημαίνουν στελέχη του WWF.
Η φετινή πυρκαγιά στη βορειοανατολική Αττική ωστόσο δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Ο δείκτης επικινδυνότητας ήταν ο υψηλότερος, αλλά κανείς δεν μπορούσε ίσως να φανταστεί πως μια δασική πυρκαγιά στον Βαρνάβα, σχετικά μικρής έκτασης αρχικά, θα έφτανε σε μία μέρα να απειλεί και να καίει κατοικημένες περιοχές 40 χιλιόμετρα μακριά εντός αστικού ιστού.
Τον περασμένο Μάιο ο μετεωρολόγος και διευθυντής Ερευνών του Αστεροσκοπείου, Κώστας Λαγουβάρδος, είχε επισημάνει ότι «οι υψηλές θερμοκρασίες συντελούν να ξηραίνεται περισσότερο και η καύσιμη ύλη στα δάση. Δηλαδή το 2021 και το 2023 που είχαμε πολύ μεγάλες πυρκαγιές ήταν και χρονιές που είχαμε μεγάλους καύσωνες μέσα στο καλοκαίρι. Το 2022 που ήταν μια πιο ήπια, καλή αντιπυρική χρονιά, δηλαδή είχαν καεί λιγότερα στρέμματα από όσα καίγονται, ήταν και ήπια μετεωρολογικά χρονιά που δεν είχε ακραίες θερμοκρασίες». Η φετινή χρονιά είχε και πάλι παρατεταμένο καύσωνα, όμως το φαινόμενο δυστυχώς δεν μπορεί πλέον να θεωρείται ακραίο αλλά η νέα δυστοπική πραγματικότητα. Ακραία είναι η βέβαια η ανικανότητα του «επιτελικού κράτους».
Σαν χθες, πριν από 3 χρόνια, μετά την καταστροφή στη Βόρεια Εύβοια ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έλεγε στους πολίτες να μην κοιτούν μόνο τι χάθηκε και τι κάηκε, αλλά και τι σώθηκε. Τότε μάλιστα υπογράμμιζε εμφατικά: «Η κλιματική κρίση είναι εδώ και μας υποδεικνύει πως όλα πρέπει να αλλάξουν, από την οικονομία έως τη λειτουργία του κράτους και την καθημερινότητα. Τα δεδομένα απαιτούν τολμηρές λύσεις για τις οποίες είμαι έτοιμος».
Επί κυβέρνησής του έχουν καεί κατά μέσο όρο ανά έτος μακράν οι περισσότερες δασικές εκτάσεις τα τελευταία 30 χρόνια σε σύγκριση με όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις.