Οι αρχαίοι Έλληνες αποίκησαν την χερσόνησο του Άθωνος από τους αρχαίους χρόνους όπου η πρώτη ονομασία ήτο Ακτή.
Υπήρχαν οκτώ πόλεις εις την χερσόνησο της Ακτής: το Δίον, η Ολόφυξος, ο Άθως οι Ακροθώοι (σήμερα ευρίσκεται η Μονή Μεγίστης Λαύρας), οι Κλεωνές, η Απολλωνία, η Ουρανούπολη, το Παλαιώριο και η Θυσσός.
Ο Ηρόδοτος χαρακτηρίζει τη θάλασσα του Άθωνος «θηριωδεστάτη», διότι κατά το 492π.Χ. εις το σημείο αυτό είχε καταποντίστηκε ολόκληρος ο περσικός στόλος ο οποίος βάδιζε προς την Αθήνα υπό τον Πέρση στρατηγό Μαρδόνιο.
Εκεί ο Μαρδόνιος έχασε είκοσι χιλιάδες άνδρες και τριακόσια πλοία. Κατά το διάστημα των Περσικών πολέμων η χερσόνησος απαριθμούσε περί τις δέκα χιλιάδες κατοίκους οι οποίοι λάτρευαν την Δήμητρα, την Αφροδίτη, την Αρτέμιδα, τον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό και σύμφωνα με τον Λουκιανό ζούσαν εκατόν τριάντα χρόνια! Πολλοί από αυτούς ήταν Πελασγοί και Ετρούσκοι.
Εις το υψηλότερο σημείο του Άθωνος ευρίσκετο το άγαλμα του Αθώου Διός εξ ου και η ονομασία Άθως, ελέγετο ότι η σκιά του κατά την δύση του ηλίου άγγιζε τη Λήμνο και πως είχε δύο τεράστια διαμάντια για μάτια που έλαμπαν το βράδυ. Από την μυθολογία μαθαίνουμε ότι το όρος είχε παραχωρηθεί από τον Δία εις την «χρυσόθρονον αγνήν Αρτέμιδα», ο ονομαζόμενος και «Κήπος της Αρτέμιδος».
Η θεά Άρτεμης ήταν σύμβολο της αγνότητας και της αιώνιας παρθενίας, της άσπιλης και αμόλυντης παρθένας, η οποία ουδέποτε γνώρισε τον έρωτα, την ανδρική κλίνη και ουδέποτε γέννησε. Από βρέφος είχε ζητήσει από τον πατέρα της Δία την αιώνια παρθενία και ούτε υπέκυψε στα βέλη του θεού Έρωτα όταν αισθάνθηκε το ερωτικό σκίρτημα για τον εκπάγλου καλλονής Ενδυμιώνα.
Στην αρχαιότητα λοιπόν η περιοχή ήταν αφιερωμένη στην Αρτέμιδα, ενώ τα μυστήρια που ετελούντο εκεί από τις ιέρειες Μούσες, αυτός ήταν και ο λόγος που απαγορευόταν ρητά η παρουσία του ανδρικού φύλου. Σε περίπτωση καταπάτησης του άβατον, τότε το άτομο εκτελείτο.
Ο Παυσανίας [Αρκαδικά 31,8] αναφέρει ότι σε ιερά αφιερωμένα σε θεές επιτρέπετο η είσοδος σε γυναίκες αλλά σε άνδρες μόνο μία φορά τον χρόνο, δηλαδή ήτο άβατον δια τους άνδρες.
Άλλοι Θεοί που λατρεύονταν επίσης ήταν: ο Ζευς Ομάλιος ή Φύξιος, ο Απόλλων, ο Διόνυσος, ο Ηρακλής, ο Τιτάνας Κρείος, ο Νηρέας, η Αφροδίτη η Ουρανία, η Μορφώ, η Δήμητρα και άλλες πελασγικές και θρακικές Θεότητες.
Αναφέρεται επίσης και λειτουργία του μαντείου του Απόλλωνα.
Το 324μ.Χ. ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ανακήρυξε τον Χριστιανισμό μόνη επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας. Εξαπέλυσε μεγάλο διωγμό εις το ιερό όρος Άθως κατά των Εθνικών καταστρέφοντας όλα τα εκεί ελληνικά Ιερά, τα περισσότερα των οποίων ήσαν της Αρτέμιδος.
Έτσι συν το χρόνο και με την επικράτηση του Χριστιανισμού, από Άλσος της Άρτεμιδος και Άλσος των Μουσών, μετονομάστηκε σε Άγιον Όρος από τον Κωνσταντίνο Θ’ τον Μονομάχο (1042-1054) και περιβόλι της Παναγίας, οπότε τότε άρχισε και το κτίσιμο των μοναστηριών.
Το Άγιο Όρος (επίσημα: Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους ) είναι μια «Αυτόνομη Μοναστική Πολιτεία» εντός της Ελλάδας, (ίσως μοναδική στο κόσμο, με εξαίρεση τη κοσμική Λάσα του Θιβέτ), στην χερσόνησο του Αθω Χαλκιδικής στην Μακεδονία, που θεωρείται κέντρο του Ορθόδοξου μοναχισμού.
Θεωρείται από τα σημαντικότερα τμήματα όχι μόνο της Βαλκανικής, αλλά της Ευρώπης και της Ανατολικής Εκκλησίας λόγω της μεγάλης εθνικής, ιστορικής, θρησκευτικής, γραμματειακής και πολιτισμικής αξίας αυτού ως ακόμη και κέντρου διατήρησης και συντήρησης πλούσιου υλικού, έτσι ώστε να χαρακτηρίζεται "καταφύγιο" και "μουσείο" μοναδικού θησαυρού "ελληνικής τέχνης και γραμμάτων".
Στη Μονή Μεγίστης Λαύρας υπάρχει μία μαρμάρινη αναθηματική ανάγλυφη πλάκα,στην οποία απεικονίζεται ένα τεράστιο αυτί εντός πλαισίου, πάνω από το οποίο υπάρχει εγχάρακτη η επιγραφή: ΑΡΤΕΜΙΔΙ ΑΓΡΟΤΕΡΑ / ΝΕΒΡΙΣ ΕΠΙΤΑΓΗΝ / ΑΝΕΘΗΚΕΝ.
Από τους χαρακτήρες εξάγεται το συμπέρασμα ότι η πλάκα ανήκει στην κλασική ελληνική περίοδο και χρονολογείται στον Ε΄ – Δ΄ π.Χ. αιώνα.
Η τοποθέτηση της αναθηματικής πλάκας στο συγκεκριμένο σημείο είναι αφιέρωμα κάποιας Νεβρίδος στην θεά Αρτέμιδα και αποτελεί απόδειξη πως υπήρχαν ελληνικοί ναοί οι οποίοι "ίσως" κατεστράφησαν από τους χριστιανούς μοναχούς.
Οι τέσσερις βασιλείς της αρχαιότητας (των Ελλήνων Αλέξανδρος, των Ρωμαίων Αύγουστος, ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσωρ και ο βασιλεύς Μήδων και Περσών) που απεικονίζονται ένθρονοι με παλαιολόγεια αυτοκρατορική στολή σε τοιχογραφία του 1568 δεν αφήνουν αδιάφορο το βλέμμα οποιουδήποτε προσκυνητή στο καθολικό της ιεράς μονής Δοχειαρίου του Αγίου Ορους.
Πολλαπλάσια ερωτήματα γεννούν στον ανίδεο επισκέπτη της μοναστικής πολιτείας η παράσταση του ζωδιακού κύκλου των αστερισμών, στην ίδια μονή, και οι δώδεκα ολόσωμες μορφές φιλοσόφων (Πυθαγόρας, Σωκράτης, Ομηρος, Αριστοτέλης, Σίβυλλα, Πλάτων, Πλούταρχος κ.ά.) εκατέρωθεν του Ιεσσαί σε τοιχογραφία που φιλοτέχνησε μεταξύ 1535 και 1541 ο Κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης στην τράπεζα της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας.
Σ’ ένα πιο εξειδικευμένο μάτι, επίσης, δεν περνούν απαρατήρητες οι κολόνες ιωνικού και δωρικού ρυθμού που υποβαστάζουν τα κελιά και τον ξύλινο διάδρομο στην ιερά μονή Ιβήρων, οι ενεπίγραφες στήλες σε πηγάδια και κρήνες και άλλα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της προχριστιανικής περιόδου που βρίσκονται εντοιχισμένα επί χίλια και πλέον χρόνια στους στιβαρούς τοίχους των μοναστηριών.
Γύρω από τις πηγές της αρχαιοελληνικής γραμματείας περιστρέφονται και οι αρχαιολόγοι (Ιωακείμ Αθ. Παπάγγελος και Στέφανος Π. Παλιομπέης) στην προσπάθειά τους να ταυτίσουν τις αρχαιότητες με τις θέσεις πόλεων,
καθώς συστηματική ανασκαφή δεν έχει γίνει ώς τώρα
Υπολείμματα προχριστιανικών πόλεων ή μνημείων βρίσκονται διάσπαρτα κοντά στα ιερά καθιδρύματα, ενισχύοντας την άποψη ότι τα μεγάλα μοναστηριακά συγκροτήματα πιθανότατα κτίστηκαν σε θέσεις προκατοικοιημένες.
Κριτήρια για την επιλογή αποτέλεσαν προφανώς εκτός των άλλων, η δυνατότητα προμήθειας οικοδομικών υλικών.
Είναι χαρακτηριστική η τοιχογραφία του 1568 στο καθολικό της Μονής Δοχειαρίου με τέσσερις μοναχούς να μεταφέρουν «θησαυρόν» και μια μεμονωμένη όρθια κολόνα να επισημαίνει, πιθανότατα, τον αρχαιολογικό χώρο όπου εντόπισαν το εύρημα.
Σπαράγματα από αγάλματα της κλασικής-ελληνιστικής περιόδου, κιονόκρανα, βάθρα, μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες, επιγραφές, και ανάγλυφες πλάκες ως θωράκια (ένα παριστάνει την ανάληψη του Μ. Αλεξάνδρου) χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικά υλικά για τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία.
Σαρκοφάγοι μετατράπηκαν σε δεξαμενές για τη φύλαξη λαδιού, κιονόκρανα και μαρμάρινα ανάγλυφα κοσμούν παράθυρα και εισόδους, ενώ ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα θεωρείται η ενεπίγραφη μαρμάρινη στήλη του βασιλέως Κασσάνδρου στη μονή Δοχειαρίου.
Πλούσιες συλλογές με κινητές αρχαιότητες και νομίσματα από τους αρχαϊκούς ώς τους υστερορωμαϊκούς χρόνους συγκέντρωσαν από τον 19ο αιώνα οι ιερές μονές με σημαντικότερες του Βατοπαιδίου, της Μεγίστης Λαύρας, του Αγίου Παντελεήμονος, του Δοχειαρίου, του Χελανδαρίου, της Αθωνιάδος Σχολής στις Καρυές και της Σιμωνόπετρας.
Επίσης πολλά από τα σημαντικότερα σε παγκόσμιο επίπεδο βυζαντινά χειρόγραφα αρχαιοελληνικών κειμένων με εκατοντάδες τίτλους φυλάσσουν όλες σχεδόν οι αγιορείτικες βιβλιοθήκες.
Τουλάχιστον 183 χειρόγραφα σχετικά με την κλασική αρχαιότητα αριθμεί η ιβηριτική συλλογή, εκ των οποίων 35 με αριστοτελικά έργα που χρονολογούνται από τον 13ο ώς τον 18ο αιώνα.
Αξιοπερίεργο είναι και οι παραστάσεις σε ναούς και μοναστηριακά κτίσματα (με παλαιότερη την τοιχογραφία της Μεγίστης Λαύρας και νεότερη της Μονής Βατοπαιδίου) του Αριστοτέλη, του Σόλωνα, του Πλάτωνα, του Σοφοκλή, του Θουκυδίδη, του Πλούταρχου, του Ομήρου και άλλων φιλοσόφων είναι σε θέση κοντά σε αγίους.
Πηγές:
Theancientwebgreece
Καθημερινή